Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Το όνειρο

Το όνειρο

Στράτος Παπάνης 2001

Σ’ όνειρο και σε φαντασιά αυτή που μ’ αγαπούσε

Με είχε δέσει με σχοινιά

Τη μάγισσα παρακαλά

Να με δολοφονούσε

Και τη ρωτώ στερνή φορά γιατί να με σκοτώσει

Εμένα που την αγαπώ

Και που γι αυτήν καρδιοχτυπώ

Να πικροφαρμακώσει

Μα κείνη δεν μου απαντά και με κοιτά με μίσος

Που τη ζωή αναμετρώ

τι λάθος έκανα να βρω

και την πληγώνω ίσως

-Τα χείλη αυτά που φίλησες ήτανε λαβωμένα

Απ της αγάπης τον καημό

Του έρωτα το στεναγμό

Πολύ πριν από σένα

Κι αν μια στιγμή σου δόθηκαν χίλιες θα σε πεθάνουν

Γιατί απ τον παλιό καιρό

πίνουν του πόνου το λυγμό

το γδικιωμό να μάθουν

Ξυπνώ και την ανάσα της πλάι μου ανασαίνω

Και μ’ αγωνία την κοιτώ

Αν με λατρεύει τη ρωτώ

Στο βλέμμα της βαθαίνω.

Κι ο λόγος της ήταν απαλός σαν τη δροσιά στο χώμα

Με φίλησε αισθαντικά,

Με πάθος και γλυκορωτά

Δεν πέθανες ακόμα?

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Σισπλατίνη

Στράτος Παπάνης, 2007

Και συλλογίζομαι πως τούτους τους καιρούς,
που η σισπλατίνη μολεύει το αίμα και τη σκέψη,
υπό όρους μια ζωή δανείζοντάς μου.
Τούτη τη στιγμή, που η προπέλα με μια στροφή
από τον τόπο που γνωριστήκαμε με απομάκρυνε,
και στράφηκε προς το βοριά που σε σκότωσε.
Τούτο το απόγευμα που κορτιζόνες κεραυνώνουν το λογισμό
και κίβδηλη η αλήθεια στ' απόνερα χαροπαλεύει.
Τώρα που το άσχημο πιο ακέραιο από το όμορφο φαίνεται κι ατόφιο
και το ηλιοβασίλεμα την ελπίδα ενταφιάζει.
Τούτη την ώρα της απόγνωσης
διάλεξε ο Θεός ν' απολογηθεί μέσα στην αγκαλιά μου,
γιατί τα πλάσματα του τόσο αστόχαστα παρέδωσε στην οδύνη.
Και να μου ψιθυρίσει
πως το 'αφέονταί σου αι αμαρτίαι' σε κάθε παιδί
παρακαταθήκη αφήνει,
κι 'όλα σου τα συγχωρώ' στον κάθε που πεθαίνει.
Κι αναμάρτητοι οι άνθρωποι όλοι, μόνο που γεννηθήκαν.
Επειδή αυτοί το σύμπαν εξιλεώνουν
και το προαιώνιο σφάλμα με τα δάκρυά τους καθαγιάζουν.
Κι έτσι μέσα στο πλοίο της φυγής μου
ζήτησε ο Θεός να βαφτιστεί άνθρωπος
με μεταστάσεις στους λεμφαδένες
και με ιαχές της πρώιμης ήττας περιτριγυρισμένος.
Μήπως το πνέυμα εξαγνιστεί από της σάρκας τη θνητότητα
και να καταλάβει πια τι ο Θεός είναι.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Είμαστε πλασμένοι εμείς


Στράτος Παπάνης, 2005

Είμαστε πλασμένοι εμείς για ταξείδια κοντινά κι εφήμερα.

Καθισμένοι στην πλώρη υποκρινόμαστε

πως η θάλασσα που τις ματαιώσεις εξιλεώνει

απέραντη σαν τη ζωή μας θα είναι,

και η απόδρασή μας εντέλει παντοτινή.

Κι όμως καλά γνωρίζουμε

πως όσο κι αν θεριεύει η παραζάλη,

δίπλα προσμένει το φιλόξενο λιμάνι των προσχημάτων μας,

σαν την καλοκαιρινή ουτοπία ενός νησιού ,

που θα μας σώσει,

αν τα κύματα εξαγριώσει η έπαρσή μας

κι οι θλίψεις κάνουν ρεσάλτο στην ύπαρξή μας.

Είμαστε γλάροι εμείς που τα πλοία της φυγής,σαν επαίτες, ακολουθούμε.

Ορμώντας με σθένος και πυγμή κρώζουμε

την ήττα του νερού να προσετεριστούμε,

καθώς υποταγμένο το θρίαμβο των πανιών μας επικυρώνει.

Μα σαν τη στεριά θαμπώσει η μακρότητα

και οι προπέλες τον τρόμο και τη νοσταλγία αναδεύσουν,

με πανικό και βιάση και απόγνωση φροντίζουμε

από του καραβιού τις ωδίνες να απαλλαγούμε

κατευνάζοντας των προδομένων ιδανικών τα πέλαγα

με σπονδές σε αναλαμπές φάρων ποντισμένων

Και πολύ περισσότερο προσποιούμαστε πως αγνοούμε

ότι και η ζωή μας ατέλειωτη δεν είναι.

Αλλά τη νύχτα,

όνειρα και σχέδια και ρότες ανύπαρκτες χαράσσουμε

σε χάρτες που αυλακώνουν του νου το ατελέσφορο

τινάζοντας από πάνω τους

κονιορτούς καθημερινής φαυλότητας

από τα ερείπια των λεηλατημένων πόθων μας

και την αφλογιστία των συναισθημάτων.

Κι αδιαφορούμε που ο θάνατος παραμονεύει

το αβέβαιο σκαρί μας να σπαράξει,

μη υπολογίζοντας λιμάνια

με το αμετάκλητο τετελεσμένο του

και τις ριπές των απρόσμενων νοτιάδων του…

Είμαστε εμείς τα καράβια και οι χάρτες και οι θάλασσες…

Στις κακοτοπιές του απείρου ακατάπαυστα σμιλεύουμε

αυτό που υπάρχει κι εκείνο

που με λάφυρο την ύπαρξή μας θα υπάρξει.

Μα σαν στους ύφαλους του χρόνου προσαράξουμε

Και το μηδέν απατήσει τους εξάντες,

Με πόνο κι οιμωγές και δάκρυα

Στων καιρών το απροσπέλαστο σκευωρούμε

Χαράσσοντας ανεξάληπτα κι αθόρυβα τ΄αρχικά μας.

Και της φουρτούνας ενορχηστρώνοντας το πένθιμο τραγούδι.

Πού εξαργύρωσες τόση ομορφιά


Στράτος Παπάνης, 2006


Πού εξαργύρωσες τόση ομορφιά

Σε πλάνες κλίνες πώς στολίστηκες τη θλίψη

Γέρασες. Και χρεώθηκες τη σήψη

Ειδώλων άνομων που ακόνιζαν καρφιά

Παράφορης αγάπης ιαχή

Σε γήτεψε και σκύλεψε το θαύμα

Κι αφέθηκες να επουλώνεις ένα τραύμα

Επαίτης των καιρών και μοναχή.

Οι έρωτές σου απολίθωμα ωχρό

Οι ελπίδες σου ικέτες που ενδίδουν

Της λήθης παρανάλωμα. Σε προδίδουν

Και εκπορνεύουν ό,τι σου έχει μείνει ιερό.

Μ’ αν απαλλοτρίωσαν τις θωπείες τοκιστές

Η μνήμη της λαγνείας κέρωσε στο βλέμμα

Δυνάστης χρόνος καταχράστηκε το αίμα

Που ανέμελη έφερνες λεία στους θηρευτές

Μ’ αυτή τη νύχτα εξεγερθήκαν οι ενοχές

Κι ανέβλυσε από την πτώση η σωτηρία

Η απόγνωση κάθαρση, η άρνηση ευκαιρία

Συναίνεσαν οι οδύνες και σε ραίνουν με αντοχές.

Αδίστακτες αυγές

S Στράτος Παπάνης, 2004

Είναι κάποια απροσδόκητα καλοκαίρια,

που λάφυρα τη γνώση και την ποίηση

μπρος τα πόδια της καταθέτεις.

Λέξεις ασθμαίνουσες, ασθενικές,στις κρύπτες της ψυχής να παρεισφρύσουν,

σαν κάθαρση, σαν ικεσία,σαν άλλοθι,

την εκατόμβη των πόθων της να εξαγνίσουν.

Ένα δοσίλογο σ’αγαπώ,

Πιο παγερό από την ενοχή,

Πιο ζεστό απ’ την ανάμνηση των ματαιώσεών της,

Να εξαγοράσει μια μια τις αναστολές της,

Περιφρουρώντας αδέσποτους υπαινιγμούς

Να καταλύσει τις αντιστάσεις της

Σαγηνεύοντας τις αυταπάτες.

Να εξωκείλει,

Πλοίο ανέτοιμο και ξεχασμένο,

στης ματιάς της το απροσπέλαστο,

σε βράχια αδηφάγα της αδιαφορίας της

και στις καταιγίδες των αρνήσεών της.

Έρχονται κάποιες αδίστακτες αυγές μετά την καταστροφή ή τη δυστυχία,

που ξυπνάς έχοντας ξεχάσει το φρικτό γεγονός,

την απώλεια του προσώπου που λάτρεψες

και το σπαραγμό με τον οποίο θα ξεπληρώσεις το χρέος σου στην οδύνη.

Ο ύπνος σού χαρίστηκε, άγνωστο γιατί,

και τα όνειρα σε πήραν από το χέρι

να σε περιπλανήσουν για τελευταία φορά στην ανεμελιά της μέχρι τώρα ζωής σου.

Και ξαφνικά,

πριν ακόμα αναπνεύσεις τη νέα μέρα

και αναζητήσεις με λαχτάρα το πρώτο τσιγάρο,

η πραγματικότητα ενσκήπτει αδυσώπητη

να σε παραδώσει στο θρήνο

και να θυμίσει πως το απόθεμα της ψυχής σου ξοδεύτηκε

σε μια μόλις στιγμή.

Δεν είναι ο θάνατος ή ο χωρισμός το μόνο πένθος,

αλλά οι ειρωνικές λεπτομέρειες που παραμένουν απαράλλαχτες,

η ζωή που ένοχη προσπερνά,

το τραπέζι που δεσπόζει στο δωμάτιο,

ο ήλιος που κραυγάζει την αδιαφορία του,

το λουλούδι στο βάζο,

η κοπέλα που χτενίζεται στο παράθυρο,

οι συνήθειες σου που σε καλούν να τις ακολουθήσεις.

Όλα πεισματικά ίδια, όλα εκεί

εκτός από τη εκείνη που για πάντα έχεις χάσει.

Τα δικά της πράγματα,

οι φωτογραφίες της σε μια ακρογιαλιά,

τα ρούχα της στο ντουλάπι να πανηγυρίζουν εις βάρος της

τη συνέχεια της ύπαρξής τους.

Μα πιο πολύ οι δεσμοί που σε ένωναν μαζί της

και τώρα επιμένουν να την συνοδεύσεις στον αφανισμό.



Αθύρματα των Θεών

Στράτος Παπάνης, 15-4-2001

Ο αποχαιρετισµός σου προϋπάντησε τις ώρες της ερηµιάς µου.
Είχα σταθεί , θυµάµαι, να συντονίσω τις επωδούς της καρδιάς µου στων βηµάτων σου την εκβιαστική ελεγεία,
απορώντας γιατί εγκατέλειπα τόση ευτυχία λεύτερη µες το σκοτάδι.
Ακόµα δεν είχα καταλάβει πώς η θαλπωρή των ψιθύρων σου και ο γλυκασµός της αναπνοής σου,
καθώς εκπορθούσες την έπαρση των αυτοσχεδιασµών µου,
µε έπεισε να µηρυκάζω το ελάχιστο που µου εµπιστευόσουν από τις µεταλλάξεις των αισθηµάτων σου και τους λαβυρίνθους των µεταµορφώσεών σου
Πώς τις παραφυάδες των ονείρων µου άφησα να απλωθούν αστόχαστα στην απροσδιοριστία των µατιών σου
και στις ασυµβατότητες των ορισµών σου
Μ’ απόψε, καθώς λιγόστευε η µορφή σου προς τις διχάλες των δρόµων
και οι δισταγµοί µου σε καταδίωκαν να ρουφήξουν τις έσχατες σταγόνες της παρουσίας σου,
οι σκιές σε εξαύλωσαν , σα µνήµη ασθµαίνουσα, λεηλατηµένη από την αθέλητη καθηµερινότητα.
Φοβήθηκα πως θα ενσωµάτωνες τη νύχτα,
έτσι όπως είχες αφοµοιώσει τον κονιορτό των εξιδανικεύσεών µου και τις απιθανότητες των βεβαιοτήτων µου.
Θα µε παρατούσες να εξορκίζω µόνος τα σµήνη των φόβων µε τις γεµάτες φαρέτρες και τις αλχηµείες των αδιεξόδων τους.
Σα να ήταν αυτή η πληρωµή που αιχµαλώτισα το άπιαστο των εκφάνσεών σου,
που µε τις πρόσκαιρες ανασφάλειες σου συνηγόρησα, για να γευτώ λίγη απ’ τη φενάκη της κατοχής σου συνοψίζοντας την ύπαρξή µου µέσα στις δυναστικές προοπτικές της.
Μια ζωή συνυφασµένη µε τις µικρές λιποταξίες σου,
που τροφοδοτούσαν τις κηρύθρες του γέλιου σου, µε ένα αβέβαιο περπάτηµα και µια επαναστατηµένη υποψία.
Πώς γίνεται τόσος οίστρος να εκβάλλει στις όχθες της αµφιβολίας σου;
Πώς γίνεται τόση άρνηση να ακροβατεί στη λιποψυχία των µατιών σου;
Όµως, ανέλπιστα, η φωνή σου τους ενδοιασµούς πολιόρκησε:
‘ Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα συναντηθούµε’
Κι ήταν ετούτη η ενδιάµεση στιγµή από εκείνες που οριοθετούν τις εναλλαγές,
που ανάµεσα στο ασαφές ταλαντεύονται και το οριστικό,
που επιβάλλουν στο απροσδόκητο να σφιχταγκαλιαστεί µε το τετελεσµένο.
Γιατί ο έρωτας είναι ένα κράµα από αλλοιωµένες αισθήσεις,
από χρονικότητες που διαψεύδονται και πρωθύστερα που µιαίνουν τις αιτιότητες.
Όλα ακινητούσαν.
Ακόµα και οι συνωµοτικές σιωπές της άνοιξης και οι εκστατικές του νου αναγεννήσεις,
κάθε που αντιλαµβάνεται ότι το µηδέν παραβιάζει τις κερκόπορτές του
και σκέψεις δοσίλογες καταλύουν τις αναίµακτες άµυνες.
Μόνο οι δονήσεις της υπόσχεσής σου στροβιλίζονταν τροπαιούχες αναδεύοντας κατοπτρικά συναισθήµατα και αναπλάθοντας τη µέθη από τα ανθισµένα νυχτολούλουδα.
‘ Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα συναντηθούµε’
Και γω αµέτοχος είχα αφεθεί να καθορίζοµαι από την έλλειψή σου, να χρωµατίζω το κενό µε τις φωτοχυσίες των εικόνων σου, ν’ ανασυνθέτω τις αρµονίες των λαµπυρισµών σου και ν’ αναζωπυρώνω τις εξαρτήσεις µου.
Έτσι όπως συνήθιζα πάντα να κάνω, πολύ πριν αλωθώ απ’ τις αλληλουχίες των κυττάρων σου και τα εκκωφαντικά εµβατήρια των σαλπιγκτών σου έξω από τα παρατηµένα τείχη µου . Σαν τις ατελεύτητες εκείνες ώρες που σε περίµενα,
γνωρίζοντας πως διακορεύεις τις αποκλειστικότητες που µού’ χες τάξει
και διαφεντεύεις τους τόνους της οδύνης µου.
Κι όµως πάντα σε αγαπούσα, σε τέτοιο βαθµό, ώστε πολλές φορές αναρωτήθηκα, αν χρειαζόµουν τις αφορµές της σάρκας σου,
τους συγχρονισµούς των επίγειων συχνοτήτων σου και τα προσχήµατα του κορµιού σου, για να θεµελιώσω την απαρχή της λατρείας µου για σένα.
Και τώρα, που τα αδηφάγα λιοπύρια του χρόνου εξάτµισαν το στερνό για το θάνατό σου δάκρυ,
που οι σπαραγµοί από τα µοιρολόγια καιροφυλακτούν ορφανεµένοι µόνο µες τους µαιάνδρους των αναµνήσεων και οι σεισµοί των αναφιλητών δεν µπορούν να συνταράξουν τα πετρώµατα της λήθης.
Τώρα, που αποτοξινώθηκαν οι προσδοκίες µου από τις κυκλοθυµίες των λόγων σου,
που οι ορίζοντες εξάλειψαν το περίγραµµα της µορφής σου και οι καηµοί µου αναπολούν πια µόνο τις αντινοµίες των ιδιοτήτων σου.
Τώρα πια ξέρω πως εκείνη τη νύχτα,
που λιγόστεψε η µορφή σου προς τις διχάλες των δρόµων και η υπόσχεσή σου ταπείνωσε τις ευωδιές από τα νυχτολούλουδα,
εκείνο το βράδυ,
που η άνοιξη είχε γίνει αργυραµοιβός της αγάπης µας και το γέλιο σου εξακόντιζε αιωνιότητες προς το µάταιο,
τότε, που πιστέψαµε πως ο Προµηθέας είχε ξεφύγει τον Καύκασο και το ξύλο της ζωής φύτρωνε παντού µες τον Παράδεισο
δεν ήµασταν παρά µεταπράτες της Μοίρας,
σκευωροί σε ένα ανύπαρκτο παιχνίδι και γελωτοποιοί στη σύναξη των Θεών