Ο αποχαιρετισµός σου προϋπάντησε τις ώρες της ερηµιάς µου.
Είχα σταθεί , θυµάµαι, να συντονίσω τις επωδούς της καρδιάς µου στων βηµάτων σου την εκβιαστική ελεγεία,
απορώντας γιατί εγκατέλειπα τόση ευτυχία λεύτερη µες το σκοτάδι.
Ακόµα δεν είχα καταλάβει πώς η θαλπωρή των ψιθύρων σου και ο γλυκασµός της αναπνοής σου,
καθώς εκπορθούσες την έπαρση των αυτοσχεδιασµών µου,
µε έπεισε να µηρυκάζω το ελάχιστο που µου εµπιστευόσουν από τις µεταλλάξεις των αισθηµάτων σου και τους λαβυρίνθους των µεταµορφώσεών σου
Πώς τις παραφυάδες των ονείρων µου άφησα να απλωθούν αστόχαστα στην απροσδιοριστία των µατιών σου
και στις ασυµβατότητες των ορισµών σου
Μ’ απόψε, καθώς λιγόστευε η µορφή σου προς τις διχάλες των δρόµων
και οι δισταγµοί µου σε καταδίωκαν να ρουφήξουν τις έσχατες σταγόνες της παρουσίας σου,
οι σκιές σε εξαύλωσαν , σα µνήµη ασθµαίνουσα, λεηλατηµένη από την αθέλητη καθηµερινότητα.
Φοβήθηκα πως θα ενσωµάτωνες τη νύχτα,
έτσι όπως είχες αφοµοιώσει τον κονιορτό των εξιδανικεύσεών µου και τις απιθανότητες των βεβαιοτήτων µου.
Θα µε παρατούσες να εξορκίζω µόνος τα σµήνη των φόβων µε τις γεµάτες φαρέτρες και τις αλχηµείες των αδιεξόδων τους.
Σα να ήταν αυτή η πληρωµή που αιχµαλώτισα το άπιαστο των εκφάνσεών σου,
που µε τις πρόσκαιρες ανασφάλειες σου συνηγόρησα, για να γευτώ λίγη απ’ τη φενάκη της κατοχής σου συνοψίζοντας την ύπαρξή µου µέσα στις δυναστικές προοπτικές της.
Μια ζωή συνυφασµένη µε τις µικρές λιποταξίες σου,
που τροφοδοτούσαν τις κηρύθρες του γέλιου σου, µε ένα αβέβαιο περπάτηµα και µια επαναστατηµένη υποψία.
Πώς γίνεται τόσος οίστρος να εκβάλλει στις όχθες της αµφιβολίας σου;
Πώς γίνεται τόση άρνηση να ακροβατεί στη λιποψυχία των µατιών σου;
Όµως, ανέλπιστα, η φωνή σου τους ενδοιασµούς πολιόρκησε:
‘ Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα συναντηθούµε’
Κι ήταν ετούτη η ενδιάµεση στιγµή από εκείνες που οριοθετούν τις εναλλαγές,
που ανάµεσα στο ασαφές ταλαντεύονται και το οριστικό,
που επιβάλλουν στο απροσδόκητο να σφιχταγκαλιαστεί µε το τετελεσµένο.
Γιατί ο έρωτας είναι ένα κράµα από αλλοιωµένες αισθήσεις,
από χρονικότητες που διαψεύδονται και πρωθύστερα που µιαίνουν τις αιτιότητες.
Όλα ακινητούσαν.
Ακόµα και οι συνωµοτικές σιωπές της άνοιξης
και οι εκστατικές του νου αναγεννήσεις,
κάθε που αντιλαµβάνεται ότι το µηδέν παραβιάζει τις κερκόπορτές του
και σκέψεις δοσίλογες καταλύουν τις αναίµακτες άµυνες.
Μόνο οι δονήσεις της υπόσχεσής σου στροβιλίζονταν τροπαιούχες αναδεύοντας κατοπτρικά συναισθήµατα και αναπλάθοντας τη µέθη από τα ανθισµένα νυχτολούλουδα.
‘ Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα συναντηθούµε’
Και γω αµέτοχος είχα αφεθεί να καθορίζοµαι από την έλλειψή σου, να χρωµατίζω το κενό µε τις φωτοχυσίες των εικόνων σου, ν’ ανασυνθέτω τις αρµονίες των λαµπυρισµών σου και ν’ αναζωπυρώνω τις εξαρτήσεις µου.
Έτσι όπως συνήθιζα πάντα να κάνω, πολύ πριν αλωθώ απ’ τις αλληλουχίες των κυττάρων σου και τα εκκωφαντικά εµβατήρια των σαλπιγκτών σου έξω από τα παρατηµένα τείχη µου . Σαν τις ατελεύτητες εκείνες ώρες που σε περίµενα,
γνωρίζοντας πως διακορεύεις τις αποκλειστικότητες που µού’ χες τάξει
και διαφεντεύεις τους τόνους της οδύνης µου.
Κι όµως πάντα σε αγαπούσα, σε τέτοιο βαθµό, ώστε πολλές φορές αναρωτήθηκα, αν χρειαζόµουν τις αφορµές της σάρκας σου,
τους συγχρονισµούς των επίγειων συχνοτήτων σου και τα προσχήµατα του κορµιού σου, για να θεµελιώσω την απαρχή της λατρείας µου για σένα.
Και τώρα, που τα αδηφάγα λιοπύρια του χρόνου εξάτµισαν το στερνό για το θάνατό σου δάκρυ,
που οι σπαραγµοί από τα µοιρολόγια καιροφυλακτούν ορφανεµένοι µόνο µες τους µαιάνδρους των αναµνήσεων και οι σεισµοί των αναφιλητών δεν µπορούν να συνταράξουν τα πετρώµατα της λήθης.
Τώρα, που αποτοξινώθηκαν οι προσδοκίες µου από τις κυκλοθυµίες των λόγων σου,
που οι ορίζοντες εξάλειψαν το περίγραµµα της µορφής σου και οι καηµοί µου αναπολούν πια µόνο τις αντινοµίες των ιδιοτήτων σου.
Τώρα πια ξέρω πως εκείνη τη νύχτα,
που λιγόστεψε η µορφή σου προς τις διχάλες των δρόµων και η υπόσχεσή σου ταπείνωσε τις ευωδιές από τα νυχτολούλουδα,
εκείνο το βράδυ,
που η άνοιξη είχε γίνει αργυραµοιβός της αγάπης µας και το γέλιο σου εξακόντιζε αιωνιότητες προς το µάταιο,
τότε, που πιστέψαµε πως ο Προµηθέας είχε ξεφύγει τον Καύκασο και το ξύλο της ζωής φύτρωνε παντού µες τον Παράδεισο
δεν ήµασταν παρά µεταπράτες της Μοίρας,
σκευωροί σε ένα ανύπαρκτο παιχνίδι και γελωτοποιοί στη σύναξη των Θεών